- χοοπότης
- χοο-πότης, ου, ὁ,A one who drinks whole χόες, of Dionysus, Possis 1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοοπότης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που πίνει ολόκληρους χόες («Διονύσῳ χοοπότῃ θυσιάσαντα καὶ τὴν χοῶν ἑορτὴν αὐτόθι καταδεῑξαι», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόος / χοῦς (Ι) «μονάδα μέτρησης υγρών» + πότης*] … Dictionary of Greek
χοοπότῃ — χοοπότης one who drinks whole masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)